νομιμάριος — νομιμάριος, ον, αρσ. και νομιμάρης (Μ) [νόμιμος] 1. νομιμόφρων, νομοταγής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νομιμάριος νομικός, δικαστής, κριτής … Dictionary of Greek
νομιμοφροσύνη — η η συμμόρφωση και υπακοή στους νόμους, το να σκέπτεται και να ενεργεί κανείς σύμφωνα με τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμόφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
φιλόνομος — η, ο / φιλόνομος, ον, ΝΜ αυτός που υπακούει πρόθυμα στους νόμους, νομιμόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νόμος*] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Αποστολοπούλου, Ναταλία — (Αβραμιό Μεσσηνίας 1914 – ).Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπέστη πολύχρονες διώξεις για την πολιτική της ένταξη στην Αριστερά. Μεταξύ άλλων, δημοσίευσε τα πεζογραφικά έργα Δεν δουλώνω, δεν απογράφω(1979), Στις … Dictionary of Greek